-
1 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859. -
2 ἐκδπομή
ἐκδπομ-ή, ἡ,2 abstr. for concrete, party of skirmishers, Th.4.127.II shooting, sprouting, of trees, Thphr.CP2.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδπομή
-
3 ἐπέχω
A , D. 45.88: [tense] aor. ἐπέσχον, imper. ἐπίσχες, inf. ἐπισχεῖν; poet. (lyr.),ἐπέσχεθον A.R.4.1622
: [tense] pf.ἐπέσχηκα Supp.Epigr. 1.362.12
(Samos, iv B.C.):— have or hold upon, θρῆνυν.., τῷ κεν ἐπισχοίης (v.l. ἐπίσχοιας)λιπαροὺς πόδας Il.14.241
, cf. Od.17.410; ποτῷ κρωσσὸν ἐ. hold it to or for.., Theoc.13.46; λόγον ζωῆς ἐπέχοντες (sc. κόσμῳ) holding it out like a torch, Ep.Phil.2.16:—[voice] Med., hold by,χειρός A.R.4.751
.II hold out to, present, offer,οἶνον ἐπισχών Il. 9.489
;ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν Od.16.444
;κοτύλην.. ἐπέσχε Il.22.494
; εἴ ποτέ τοι.. μαζὸν ἐπέσχον ib.83, cf. E.Andr. 225; also γάλακτι δ' οὐκ ἐπέσχον οὐδὲ μαστῷ τροφεῖα ματρός I offered not mother's food with my breast, Id. Ion 1492: c. inf.,πιεῖν ἐπέσχον Ar.Nu. 1382
: abs., Id. Pax 1167:—[voice] Med., ἐπισχόμενος (sc. τὴν κύλικα) ἐξέπιεν having put it to his lips, Pl.Phd. 117c, cf. Stesich.7, A.R.1.472, Luc.Tox.37;ἐπὶ χείλεσι.. μαστὸν ἐπισχομένη Euph.92
; present a sum of money, τῇ πόλει Supp.Epigr.l.c.3 simply, hold, ([place name] Panticapaeum); of writings, contain, Philostr.VS2.24.2, cf. 2.9.1.4 enjoin, impose a task, c. dat. pers., Procop.Arc.17, Vand.1.8.III hold or direct towards,ἔπεχε τόξον σκοπῷ Pi.O.2.89
;ἄλλῳ ἐπεῖχε τόξα E.HF 984
:— [voice] Med., abs., ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ having aimed at him he hit him, Od.22.15.b intr., aim at, attack, τί μοι ὧδ' ἐπέχεις; why thus launch out against me? 19.71; in tmesi,ἐπὶ αὐτῷ πάντες ἔχωμεν 22.75
;ἀλλήλοις ἐ. Hes.Th. 711
;ἄνδρα ἐπέχοντα τῷ Πύρρῳ Plu.Pyrrh. 16
;ἐπέχειν ἐπί τινα Hdt.9.59
;τὰς ἐπὶ σφίσι ναῦς ἐπεχούσας Th.8.105
;πρός τι Plu.Ant.66
: c. dat., ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον held straight for the beach, A.R.4.1766: abs., E.Ba. 1131.2 ἐπέχειν τὴν διάνοιαν ἐπί τινι direct one's mind to a thing, Pl.Lg. 926b;τῷ πολέμῳ τὴν γνώμην Plu.Aem.8
, etc.; also ἐ. ἑαυτόν τινι attend to him, Pl.R. 399b codd.b abs., ἐπέχειν (sc. τὸν νοῦν) intend, purpose, c. inf.,ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Hdt.1.80
, cf. 153, 6.96: c. dat. rei, to be intent upon, ταῖς ἀρχαῖς, διαβάσει, etc., Ar.Lys. 490, Plb.3.43.2, etc.IV hold back, keep in check,ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα Il. 21.244
;καὶ πῶς ἐπέσχε χεῖρα μαιμῶσαν φόνου; S.Aj.50
; ἐπισχὼν ἡνίαν ib. 847;ἐπίσχωμεν τὸ πλεῖν Id.Ph. 881
; ;οὐκ ἐφέξετε στόμα; Id.Hec. 1283
; χρησμοὺς ἐ. withhold them, Id.Ph. 866; ἐπέχειν τινὰ τῷ ξύλῳ keep him down with the stick, Ar. Pax 1121;τὸ εὐθέως ἐπιχειρεῖν Th.7.33
; confine, as the earth a corpse, AP7.461 (Mel.);ἐ. τῇ χειρὶ τὸ στόμα
cover,Plu.
Cat.Mi.28;ἐπέχομεν τὴν ἐκπνοήν Gal.6.172
;τὰς διαχωρήσεις ἐ. Id.Vict.Att.12
:—[voice] Med.,ἐπισχόμενος τὰ ὦτα Pl.Smp. 216a
:—[voice] Pass.,τοῦ βάθους ἐπεσχημένου J. AJ5.1.3
; to be prevented, hindered,ὑπό τινος PFreib.11.13
(iv A.D.); of the menses, Gal.1.184.b stay or adjourn proceedings,τὰ πρὸς Ἀργείους Th.5.46
; τὴν ζημίαν καὶ τὴν κατασκαφήν ib.63;τὴν δίαιταν D.21.84
; suspend payments, in [voice] Pass., PTeb.337.4 (ii/iii A.D.), cf. PGiss.48.11 (iii A.D.).cἐ. τινά τινος
stop, hinder from,E.
Andr. 160, Ar.Lys. 742, D.S.13.87: c. inf., σε μήτε νὺξ μήτε ἡμέρα ἐπισχέτω ὥστε ἀνεῖναι.. let them not stop thee so that thou neglect.., Th.1.129;ἐ. τινὰ μὴ πράσσειν τι S.El. 517
, Ph. 349; :—[voice] Pass., μηδενὸς ἐπεχομένου no objection being taken, PTeb.327.37 (ii A.D.).d impers., there is a hindrance,Astramps.
Orac.97.3.2 abs., stay, pause,Ἀντίνοος δ' ἔτ' ἐπεῖχε Od.21.186
; refrain, Hdt.1.32, 5.51, 7.139; εἰ δ' ἐφέξετον if you tarry, S.El. 1369, etc.: folld. by a Conj., esp. in imper., ἐπίσχες ἢν.. wait and see whether.., E.Supp. 397;ἐπίσχες ἔστ' ἂν.. προσμάθῃς A.Pr. 697
;ἐ. ἕως.. D.4.1
;μέχρι τοσούτου ἔως.. Th.1.90
; ἐπίσχες, abs., hold! stop! A.Ch. 896, S.OC 856, etc.;ἐπίσχετε, μηδὲ συρίξητε Timocl.2.6D.
;ἐπίσχετον, μάθωμεν S.Ph. 539
, cf. E. Hipp. 567; in part.,ἐπισχὼν ὀλίγον χρόνον Hdt.1.132
, al.; τὸ ἐπισχεῖν, opp. τὸ παραχρῆμα, Antipho 5.73; οὐ πολὺν χρόνον ἐπισχὼν ἧκεν came after a short interval, Pl.Phd. 59e; μικρὸν ἐπισχόντα διεφθείροντο they very shortly died, Thphr.HP4.4.13, cf. Diocl.Fr.43; in Th.2.81 οὐκ ἐπέσχον τὸ στρατόπεδον καταλαβεῖν did not halt for the purpose of occupying a camp (unless it, = ' had no intention of occupying').b c. gen. rei, stop or cease from,ἐπίσχες τοῦ δρόμου Ar.Av. 1200
;τῆς πορείας X.Cyr.4.2.12
;τούτου Th.8.31
; alsoἐ. περί τινος Id.5.32
, cf. 8.5: so c. inf., leave off, cease to do, X.Mem.3.6.10: c. part., cease doing,ἀναλῶν οὐκ ἐφέξεις Ar.Eq. 915
(lyr.), cf. E.Ph. 449.c as technical term of the Sceptics, suspend judgement, doubt, Str.2.1.11, Ph.1.387, S.E.P.1.196;ἐ. ἐν τοῖς ἀδήλοις Plu. 2.955c
;< πρὸς> τὰ ἄδηλα Arr. Epict.1.7.5
.3 [voice] Med., maintain reserve,ἐπείχετο [ἡ σύγκλητος] κατὰ τοὺς Ἀθηναίους Plb.30.19.17
(s. v.l.).V reach or extend over a space,ἐπτὰ δ' ἐπέσχε πέλεθρα Il. 21.407
; ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος so far as the fire reached, 23.238, cf. Hdt.7.19, Th.2.77, f.l. in Hp.Aër.5, etc.: [tense] aor. [voice] Med., ἐπέσχετο he lay outstretched, Hes. Th. 177; prevailed over..,Epigr.Gr.
793.5 ([place name] Apollonia);ἀφορία ἐ. τὸν βίον Longin.44.1
.VI have power over, occupy a country,οἱ Σκύθαι τὴν Ἀσίην πᾶσαν ἐπέσχον Hdt.1.104
, cf. 108, 8.32, Th.2.101, 7.62, etc.; of things, ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐ. occupies or engages them, Hdt.4.199;τὴν πόλιν ἐπεῖχε κλαυθμός Plu.Oth.17
; ὧν τὰς χρόας τὸἡμερινὸν φῶς ἐ.
overspreads,Pl.
R. 508c:κραυγῆς ἐπεχούσης τὴν ἐκκλησίαν D.S.13.87
; : generally, occupy, τὴν κρατίστην μοῖραν ἐ. hold the foremost place, Longin.9.1, cf. 44.12;ὕλης ἐ. τάξιν Stoic.3.27
;τὴν γῆν κέντρου λόγον ἐπέχουσαν D.L.7.155
, cf. Placit.3.Praef.;τὸν τέλειον ἐ. λόγον Gal.19.160
; δίκην ἐπέχειν ἡμᾶς φυτῶν we are like plants, MenoIatr. 6.18.2 abs., prevail, predominate,ἢν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχῃ Hdt.2.96
; ; πάντῃ ἐπεῖχε γαλήνη Timo 63; [τῶν νεῶν] ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης ἐπεχουσῶν
being spread over..,Th.
1.50;τὴν [τύχην].., ἣ νῦν ἐπέχει D.18.253
;ἐτησίων ἐπεχόντων Plb.5.5.6
.b of Time, continue,τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων Ar.Ec. 317
; continuously,Pl.
Tht. 165e;ἐπὶ πλείους ἡμέρας ὁ σεισμὸς ἐπεῖχεν D.C.68.25
; σκότος, νὺξ ἐπέσχε, came on, Plu.Mar.20, Crass.30, etc.
См. также в других словарях:
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek